Μετάβαση στο περιεχόμενο

soin

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

soin (eu)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
soin soins

soin (fr) αρσενικό

  1. η επιμέλεια
  2. η μέριμνα
  3. η φροντίδα

Συγγενικά

[επεξεργασία]