sokoli
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
sokoli (pl)
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- sokoli wzrok: πολύ καλή όραση, μάτι γερακιού (κατά λέξη: γερακίσια όραση)