sokoli

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sɔˈkɔlʲi/
 

Επίθετο[επεξεργασία]

sokoli (pl)

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  • sokoli wzrok: πολύ καλή όραση, μάτι γερακιού (κατά λέξη: γερακίσια όραση)