soldeuse
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
soldeuse | soldeuses |
soldeuse (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
soldeuse | soldeuses |
soldeuse (fr) θηλυκό