solen-

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

solen- < γαλλική solennel, αγγλική solemn, πολωνική solenny...

Ρίζα[επεξεργασία]

solen- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: επίσημος

Παράγωγα[επεξεργασία]