solennellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- solennellement < solennel
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sɔ.la.nɛl.mɑ̃/
Επίρρημα[επεξεργασία]
solennellement (fr)
solennellement (fr)