solicitous

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
solicitous < solicit

Επίθετο

[επεξεργασία]

solicitous (en)

  1. που ανησυχεί, προβληματίζεται για κάτι
  2. που επιδιώκει να πετύχει κάτι