solniczka

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική solniczka solniczki
γενική solniczki solniczek
δοτική solniczce solniczkom
αιτιατική solniczkę solniczki
οργανική solniczką solniczkami
τοπική solniczce solniczkach
κλητική solniczko solniczki

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

solniczka (pl) θηλυκό