solvable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
solvable | solvables |
Επίθετο
[επεξεργασία]solvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
solvable | solvables |
solvable (fr) αρσενικό ή θηλυκό