Μετάβαση στο περιεχόμενο

sombre

Από Βικιλεξικό

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
sombre sombres

sombre (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. σκοτεινός, σκούρος
  2. μουντός