somewhat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
somewhat (en) (χωρίς παραθετικά)
- κάπως, τρόπον τινά, λιγάκι
- ↪ He is somewhat better today.
- Είναι κάπως/λιγάκι καλύτερα σήμερα.
- ↪ He is somewhat better today.
Πηγές[επεξεργασία]
- somewhat - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 502. ISBN 9780194325684., λήμμα: λιγάκι