sommité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sommité < δημώδης λατινική sommitas
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sommité | sommités |
sommité (fr) θηλυκό
- (βοτανική) η άκρη ενός φυτού
- (μεταφορικά) μια κορυφαία, διακεκριμένη, εξέχουσα προσωπικότητα