sommital

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό sommital sommitaux
θηλυκό sommitale sommitales

Επίθετο[επεξεργασία]

sommital (fr)

Σημειώσεις[επεξεργασία]

Για να πούμε κορυφαίος επιστήμων, χρησιμοποιούμε περίφραση: « (c'est) une sommité dans le monde des sciences ».

Συγγενικά[επεξεργασία]