sorcière
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sorcière | sorcières |
sorcière (fr) θηλυκό
- η μάγισσα πρωτόγονων λαών
- αυτή που κάνει μάγια με απόκρυφο ή παράνομο τρόπο
- γυναίκα γριά, άσχημη, κακιά, κακοντυμένη
- η στρίγκλα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- chasse aux sorcières - συστηματική καταδίωξη πολιτικών αντιπάλων· (ειδικότερα) καταδίωξη των οπαδών του κομουνισμού από τον αμερικανό γερουσιαστή McCarthy· οργανωμένη δίωξη
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη sorcier