sorriso
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλικιανά (gl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sorriso (gl) αρσενικό
- το χαμόγελο
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sorriso (it) αρσενικό
- το χαμόγελο
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sorriso (pt) ουδέτερο
- το χαμόγελο