sort
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sort | sorts |
sort (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | sort |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sorts |
αόριστος | sorted |
παθητική μετοχή | sorted |
ενεργητική μετοχή | sorting |
sort (en)
[επεξεργασία]
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sort (da)