sort
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sort | sorts |
sort (en)
- το είδος
- (πληροφορική) η κατάταξη, η διαδικασία τοποθέτησης των δεδομένων σε μια συγκεκριμένη σειρά
- ↪ Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
- Χρησιμοποιήστε τα βελάκια στις επικεφαλίδες για να δείτε αύξουσα ή φθίνουσα κατάταξη για κάθε κολόνα.
- ↪ Use the (small) arrows in the headers to see an ascending or descending sort for each column.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sort |
γ΄ ενικό ενεστώτα | sorts |
αόριστος | sorted |
παθητική μετοχή | sorted |
ενεργητική μετοχή | sorting |
sort (en)
- ταξινομώ, τακτοποιώ τα πράγματα σε ομάδες ή με συγκεκριμένη σειρά ανάλογα με το είδος τους κτλ.
- ↪ He was sorting his foreign stamps.
- Τακτοποιούσε τα ξένα γραμματόσημά του.
Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- sort (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- sort (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: τακτοποιώ
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sort (fr) αρσενικό
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]sort (da)