Μετάβαση στο περιεχόμενο

sostener

Από Βικιλεξικό

Ισπανικά (es)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
sostener < λατινική sustinere

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /sos.t̪eˈneɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: sostener

sostener (es)

  1. (μεταβατικό) στηρίζω
    παράδειγμα  Es normal que no puedas sostener eso; aún estás iniciando en todo esto.
    παράδειγμα  Είναι φυσιολογικό να μη μπορείς να στηρίξεις αυτό· μόλις αρχίζετε με όλα αυτά.
  2. (μεταβατικό) υποστηρίζω, ισχυρίζομαι
      1912 - Sostener τύπος: Pérez Galdós, Benito [Πέρεθ Γαλδός, Μπενίτο], Cánovas [Κάνοβας], σελ. 212-213, 1912.
    También sostengo, sin temor de ser desmentido, que en el año 66, cuando salió Elena del colegio, era una moza espléndida, admirablemente dotada por la naturaleza en todo lo que atañe al recreo de los ojos […].
    παράδειγμα  Υποστηρίζω επίσης, χωρίς φόβο να διαψευστώ, ότι το έτος ’66, όταν η Ελένα βγήκε από το σχολείο, ήταν μια θαυμάσια κόρη, εξαιρετικά προικισμένη από τη φύση σε όλα όσα αφορούν την τέρψη των οφθαλμών […].
  3. (μεταβατικό) υπομένω
      1567 - 1597 - Sostener τύπος: Herrera, Fernando de [Ερέρα, Φερνάντο δε], Poesía [Ποίηση], σελ. 139-140.
    Tengo esperanza de dolor y […] por ella alguna cuenta de esta vida que aborrezco,
    y las penas que sostengo deseo […],
    y aunque me tratan mal, las entretengo […]
    .
    παράδειγμα  Έχω ελπίδα για πόνο και […] απ’ αυτήν κάποιον λογαριασμό αυτής της ζωής που απεχθάνομαι,
    και τις λύπες που υπομένω τις επιθυμώ […],
    κι αν και με μεταχειρίζονται άσχημα, τις υπομένω με ανεκτικότητα […].
  4. (μεταβατικό) ενισχύω, παρηγορώ
  5. (μεταβατικό) συντηρώ
     συνώνυμα: mantener, sustentar, nutrir
  6. (μεταβατικό) συνεχίζω
    παράδειγμα  ¡Qué aburrido eres! Ni siquiera eres capaz de sostener una simple conversación. Aléjate de , perdedor.
    παράδειγμα  Τι βαρετός που είσαι! Δεν μπορείς καν να συνεχίσεις μια απλή συζήτηση. Φύγε από μπροστά μου, χαμένε.
     συνώνυμα: mantener, proseguir, seguir

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]