souche

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
souche souches

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

souche (fr) θηλυκό

  1. το τμήμα του κορμού των δέντρων που μένει αφού το πάνω μέρος κοπεί
  2. το στέλεχος, ό,τι απομένει από κάτι όταν διάφορα τμήματα αποκοπούν
  3. το στέλεχος ιού

Εκφράσεις[επεξεργασία]