soudard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- soudard < soude < solde
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
soudard | soudards |
soudard (fr) αρσενικό
- (ιστορία) μισθοφόρος στρατιώτης
- (λογοτεχνικό) βίαιος, αγροίκος στρατιωτικός