Μετάβαση στο περιεχόμενο

souffrance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
souffrance souffrances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

souffrance (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]