souffrant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- souffrant < souffrir
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | souffrant | souffrants |
θηλυκό | souffrante | souffrantes |
souffrant (fr)