souille
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
souille | souilles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
souille (fr) θηλυκό
- (ναυτικός όρος) βαθύ ίχνος που αφήνει στην άμμο ένα πλοίο που έχει προσαράξει
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη souiller