souillon
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- souillon < souiller
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
souillon | souillons |
souillon (fr)
- αρσενικό (παρωχημένο) βρόμικος άνθρωπος
- θηλυκό βρομιάρα υπηρέτρια