souillure
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
souillure | souillures |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
souillure (fr) θηλυκό
- (σπάνιο) λεκές, βρόμα
- (μεταφορικά, λογοτεχνικό) ταπείνωση, ατιμία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη souiller