soundness
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η υγεία, η ιδιότητα του να είναι υγιής και λογικός· το γεγονός ότι κάτι μπορεί να βασιστεί και μάλλον θα δώσει καλά αποτελέσματα
- η ορθότητα, η πληρότητα, η ιδιότητα του να είναι ορθός ή πλήρης
- ⮡ I dispute the soundness of your reasoning.
- Αμφισβητώ την ορθότητα των συλλογισμών σου.
- ⮡ His descriptions were distinguished for their clarity and soundness.
- Οι περιγραφές του διακρίνονταν για τη σαφήνεια και την πληρότητά τους.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τις λέξεις accuracy και completeness
- ⮡ I dispute the soundness of your reasoning.
- η καταλληλότητα, το γεγονός ότι είναι σε καλή κατάσταση· το γεγονός ότι δεν έχει καταστραφεί
- ⮡ The soundness of the building was checked after the earthquake.
- Ελέγχθηκε η καταλληλότητα του κτιρίου μετά τον σεισμό.
- ⮡ The soundness of the building was checked after the earthquake.