soupirant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soupirant | soupirants |
θηλυκό | soupirante | soupirantes |
soupirant (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | soupirant | soupirants |
θηλυκό | soupirante | soupirantes |
soupirant (fr)