sourate

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
sourate sourates

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

sourate (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]