sourdingue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sourdingue | sourdingues |
sourdingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
sourdingue | sourdingues |
sourdingue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Χρησιμοποιείται υβριστικά: βλέπε κουφάλα.