souriceau
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
souriceau | souriceaux |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]souriceau (fr) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) ο νεοσσός του ποντικού
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
souriceau | souriceaux |
souriceau (fr) αρσενικό