Μετάβαση στο περιεχόμενο

southern

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός southern
συγκριτικός more southern
υπερθετικός most southern

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
southern < south + -ern

Επίθετο

[επεξεργασία]

southern (en)

  • νότιος, που βρίσκεται προς το νότο ή στο νότιο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου
      the southern hemisphere - το νότιο ημισφαίριο
      the Southern Ocean - ο Νότιος Παγωμένος Ωκεανός
      the Southern Lights - το Νότιο Σέλας
      southern France/the South of France - η νότια Γαλλία
      the southern Europeans/Greeks - οι νότιοι Ευρωπαίοι/Έλληνες

Σύνθετα

[επεξεργασία]