sowieso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Επίρρημα[επεξεργασία]

sowieso (de)

es ist sowieso besser zu gehen - έτσι κι αλλιώς, είναι καλύτερα να πάμε