spécifique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /spe.si.fik/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spécifique spécifiques

spécifique (fr) αρσενικό ή θηλυκό