spódnica
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spódnica | spódnice |
γενική | spódnicy | spódnic |
δοτική | spódnicy | spódnicom |
αιτιατική | spódnicę | spódnice |
οργανική | spódnicą | spódnicami |
τοπική | spódnicy | spódnicach |
κλητική | spódnico | spódnice |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spódnica (pl) θηλυκό
- η φούστα