Μετάβαση στο περιεχόμενο

spacious

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός spacious
συγκριτικός more spacious
υπερθετικός most spacious

Επίθετο

[επεξεργασία]

spacious (en)

  • ευρύχωρος, για χώρο που χαρακτηρίζεται από ικανοποιητικό εύρος και μέγεθος
      a spacious car - ευρύχωρο αυτοκίνητο