spade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spade (en)
[επεξεργασία]
- spayed (στειρωμένο θηλυκό· για αρσενικό λέμε neutered: στειρωμένος)