spammeur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spammeur | spammeurs |
spammeur (fr) αρσενικό
- (πληροφορική) αυτός που κάνει κατάχρηση ενός δικτύου για διαφημιστικούς σκοπούς