spasmodique
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spas.mɔ.dik/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spasmodique | spasmodiques |
spasmodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
spasmodique | spasmodiques |
spasmodique (fr) αρσενικό ή θηλυκό