spatial
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spatial (en)
- spatial perception - η αντίληψη του χώρου
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- spatial < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | spatial | spatiaux |
θηλυκό | spatiale | spatiales |
spatial (fr)
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- vaisseau spatial - διαστημόπλοιο