spatola
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βενετικά (vec)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spatola (vec)
- η σπάτουλα
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
spatola | spatole |
spatola (it) θηλυκό