spatula
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spatula (en)
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- spatula < spathula < spatha + -ula < αρχαία ελληνική σπάθη
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spatula (la) θηλυκό
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | spatula | spatulae |
γενική | spatulae | spatulārum |
δοτική | spatulae | spatulīs |
αιτιατική | spatulam | spatulās |
κλητική | spatula | spatulae |
αφαιρετική | spatulā | spatulīs |