specialiĝi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

specialiĝi < special(a) + -iĝ- + -i

Ρήμα[επεξεργασία]

ρήμα specialiĝi
χρόνος μορφή ενεργητική
μετοχή
παθητική
μετοχή
ενεστώτας specialiĝas specialiĝanta specialiĝata
αόριστος specialiĝis specialiĝinta specialiĝita
μέλλοντας specialiĝos specialiĝonta specialiĝota
υποθετική specialiĝus - -
προστακτική specialiĝu - -

specialiĝi (eo)