specialist
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]specialist (en) (χωρίς παραθετικά)
- ειδικευμένος
- ⮡ Researchers have analyzed the results in detail using specialist software.
- Οι ερευνητές έχουν αναλύσει τα αποτελέσματα λεπτομερώς χρησιμοποιώντας εξειδικευμένο λογισμικό.
- ⮡ Researchers have analyzed the results in detail using specialist software.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
specialist | specialists |
specialist (en)
- ειδικός, σπεσιαλίστας, εμπειρογνώμων
- ειδικευμένος γιατρός, ειδικός γιατρός
Πηγές
[επεξεργασία]- specialist (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- specialist (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]specialist (ro) αρσενικό