Μετάβαση στο περιεχόμενο

specialist

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

specialist (en) (χωρίς παραθετικά)

  • ειδικευμένος
      Researchers have analyzed the results in detail using specialist software.
    Οι ερευνητές έχουν αναλύσει τα αποτελέσματα λεπτομερώς χρησιμοποιώντας εξειδικευμένο λογισμικό.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
specialist specialists

specialist (en)

  1. ειδικός, σπεσιαλίστας, εμπειρογνώμων
  2. ειδικευμένος γιατρός, ειδικός γιατρός



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

specialist (ro) αρσενικό

  1. ειδικός