Μετάβαση στο περιεχόμενο

speechless

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
speechless < speech + -less

Επίθετο

[επεξεργασία]

speechless (en) (χωρίς παραθετικά)

  • άφωνος, αμίλητος, που δεν μιλάει, ειδικά επειδή είναι εξαιρετικά θυμωμένος ή έκπληκτος
    παράδειγμα  She is speechless with anger.
    Είναι άφωνη από θυμό.
    παράδειγμα  She sat speechless, contemplating.
    Καθόταν αμίλητη και συλλογισμένη.
    παράδειγμα  I was speechless with surprise.
    Ήμουν αμίλητος από έκπληξη.