Μετάβαση στο περιεχόμενο

speed up

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας speed up
γ΄ ενικό ενεστώτα speeds up
αόριστος speeded up, sped up
παθητική μετοχή speeded up, sped up
ενεργητική μετοχή speeding up

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
speed up <  δείτε τις λέξεις speed και up

speed up (en)

  • επιταχύνω, επισπεύδω
      The war sped up all these changes.
    Ο πόλεμος επιτάχυνε όλες αυτές τος αλλαγές.
      We are trying to speed things up a little.
    Προσπαθούμε να επισπεύσουμε λίγο τα πράγματα.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη accelerate