Μετάβαση στο περιεχόμενο

spektakl

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

spektakl (pl) αρσενικό

  1. το θέαμα
    jest dobry spektakl - υπάρχει ένα καλό θέαμα