spell
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spell | spells |
spell (en)
- η περίοδος, ένα σύντομο χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάτι διαρκεί
- ⮡ We will have a spell of rainy/cold weather.
- Θα έχουμε μια περίοδο βροχής/κρύου.
- ⮡ He had a dizzy spell and was forced to sit down.
- Είχε μια κρίση ζάλης και υποχρεώθηκε να κάτσει κάτω.
- ⮡ We will have a spell of rainy/cold weather.
- η περίοδος που κάνω κάτι ή δουλεύω κάπου
- ⮡ I spent a brief spell working at the newspaper.
- Πέρασα μια σύντομη περίοδο δουλεύοντας στην εφημερίδα.
- ⮡ I spent a brief spell working at the newspaper.
- το ξόρκι, τα μάγια, οι λέξεις που πιστεύονται ότι έχουν μαγική δύναμη· τα μάγια που συμβαίνουν όταν κάποιος λέει αυτές τις μαγικές λέξεις
- ⮡ She broke the curse with a spell.
- Έλυσε την κατάρα με ένα ξόρκι.
- ⮡ Witches cast spells.
- Οι μάγισσες κάνουν ξόρκια .
- ⮡ I’m under a spell.
- Μου έχουν κάνει μάγια.
- ≈ συνώνυμα: enchantment
- ⮡ She broke the curse with a spell.
- (μόνο ενικός) η γοητεία, ιδιότητα που έχει ένα άτομο ή ένα πράγμα που το κάνει τόσο ελκυστικό ή ενδιαφέρον που έχει ισχυρή επιρροή σε κάποιον
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | spell |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spells |
αόριστος | spelled, spelt (ΗΒ) |
παθητική μετοχή | spelled, spelt (ΗΒ) |
ενεργητική μετοχή | spelling |
spell (en)
- (μεταβατικό) ορθογραφώ, γράφω τα γράμματα μιας λέξης με τη σωστή σειρά· συλλαβίζω, λέω τα γράμματα μιας λέξης με τη σωστή σειρά
- ⮡ I try to spell all the words correctly.
- Προσπαθώ να ορθογραφώ σωστά όλες τις λέξεις.
- ⮡ The teacher taught us how to spell difficult words.
- Η δασκάλα μάς έμαθε πώς να ορθογραφούμε δύσκολες λέξεις.
- ⮡ He is completely illiterate; he doesn’t even know how to spell his name.
- Είναι τελείως αγράμματος, δεν ξέρει να γράψει ούτε το όνομά του.
- ⮡ Spell the names for me so I can write them correctly.
- Συλλάβισέ μου τα ονόματα για να τα γράψω σωστά
- ⮡ Can you spell your name for me again?
- Μπορείς να μου συλλαβίσεις πάλι το όνομά σου;
- ≈ συνώνυμα: spell out
- ⮡ I try to spell all the words correctly.
- (αμετάβατο) συλλαβίζω, κάνω ορθογραφία, σχηματίζω σωστά λέξεις από ατομικά γράμματα
- ⮡ She didn’t even learn to spell.
- Δεν έμαθε ούτε να συλλαβίζει.
- ⮡ He’s finishing elementary school and is still struggling to spell.
- Τελειώνει το δημοτικό και ακόμη συλλαβίζει.
- ⮡ He can’t spell./He doesn’t know how to spell.
- Δεν ξέρει ορθογραφία.
- ⮡ She didn’t even learn to spell.
- (μεταβατικό) για τα γράμματα που σχηματίζουν λέξεις όταν γράφονται με συγκεκριμένη σειρά
- ⮡ C-A-T spells “cat”.
- Το C—A—T σχηματίζει τη λέξη «cat».
- ⮡ C-A-T spells “cat”.
- (μεταβατικό) σημαίνω, έχω σα συνέπεια, συνήθως δυσάρεστη
- ⮡ That would spell catastrophe for you.
- Αυτό θα σήμαινε καταστροφή για σένα.
- ⮡ This defeat spelled the end of his hopes of winning again.
- Αυτή η ήττα σήμανε το τέλος των ελπίδων του να κερδίσει ξανά.
- ⮡ That would spell catastrophe for you.
- δουλεύω αντικαθιστώντας κάποιον για να ξεκουραστεί