spell

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
spell spells

spell (en)

  1. το ξόρκι, τα μάγια
  2. μαγική επιρροή
  3. χρονικό διάστημα (που δεν προσδιορίζεται επακριβώς)
  4. χρονικό διάστημα ανάπαυσης
  5. βάρδια

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας spell
γ΄ ενικό ενεστώτα spells
αόριστος spelled, spelt (ΗΒ)
παθητική μετοχή spelled, spelt (ΗΒ)
ενεργητική μετοχή spelling

spell (en)

  1. γράφω ή λέω τα γράμματα που αποτελούν μια λέξη
  2. (για γράμματα) αποτελώ μια λέξη
  3. προμηνύω
  4. spell out: εξηγώ λεπτομερώς
  5. δουλεύω αντικαθιστώντας κάποιον
  6. βάζω κάποιον να ξεκουραστεί
    they spelled the horses