Μετάβαση στο περιεχόμενο

spell

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spell spells

spell (en)

  1. η περίοδος, ένα σύντομο χρονικό διάστημα κατά το οποίο κάτι διαρκεί
      We will have a spell of rainy/cold weather.
    Θα έχουμε μια περίοδο βροχής/κρύου.
      He had a dizzy spell and was forced to sit down.
    Είχε μια κρίση ζάλης και υποχρεώθηκε να κάτσει κάτω.
  2. η περίοδος που κάνω κάτι ή δουλεύω κάπου
      I spent a brief spell working at the newspaper.
    Πέρασα μια σύντομη περίοδο δουλεύοντας στην εφημερίδα.
  3. το ξόρκι, τα μάγια, οι λέξεις που πιστεύονται ότι έχουν μαγική δύναμη· τα μάγια που συμβαίνουν όταν κάποιος λέει αυτές τις μαγικές λέξεις
      She broke the curse with a spell.
    Έλυσε την κατάρα με ένα ξόρκι.
      Witches cast spells.
    Οι μάγισσες κάνουν ξόρκια .
      I’m under a spell.
    Μου έχουν κάνει μάγια.
     συνώνυμα: enchantment
  4. (μόνο ενικός) η γοητεία, ιδιότητα που έχει ένα άτομο ή ένα πράγμα που το κάνει τόσο ελκυστικό ή ενδιαφέρον που έχει ισχυρή επιρροή σε κάποιον
      He was under the spell of her beauty.
    Βρισκόταν κάτω από τη γοητεία της ομορφιάς της.
     συνώνυμα: charm
ενεστώτας spell
γ΄ ενικό ενεστώτα spells
αόριστος spelled, spelt (ΗΒ)
παθητική μετοχή spelled, spelt (ΗΒ)
ενεργητική μετοχή spelling

spell (en)

  1. (μεταβατικό) ορθογραφώ, γράφω τα γράμματα μιας λέξης με τη σωστή σειρά· συλλαβίζω, λέω τα γράμματα μιας λέξης με τη σωστή σειρά
      I try to spell all the words correctly.
    Προσπαθώ να ορθογραφώ σωστά όλες τις λέξεις.
      The teacher taught us how to spell difficult words.
    Η δασκάλα μάς έμαθε πώς να ορθογραφούμε δύσκολες λέξεις.
      He is completely illiterate; he doesn’t even know how to spell his name.
    Είναι τελείως αγράμματος, δεν ξέρει να γράψει ούτε το όνομά του.
      Spell the names for me so I can write them correctly.
    Συλλάβισέ μου τα ονόματα για να τα γράψω σωστά
      Can you spell your name for me again?
    Μπορείς να μου συλλαβίσεις πάλι το όνομά σου;
     συνώνυμα: spell out
  2. (αμετάβατο) συλλαβίζω, κάνω ορθογραφία, σχηματίζω σωστά λέξεις από ατομικά γράμματα
      She didn’t even learn to spell.
    Δεν έμαθε ούτε να συλλαβίζει.
      He’s finishing elementary school and is still struggling to spell.
    Τελειώνει το δημοτικό και ακόμη συλλαβίζει.
      He can’t spell./He doesn’t know how to spell.
    Δεν ξέρει ορθογραφία.
  3. (μεταβατικό) για τα γράμματα που σχηματίζουν λέξεις όταν γράφονται με συγκεκριμένη σειρά
      C-A-T spells “cat”.
    Το C—A—T σχηματίζει τη λέξη «cat».
  4. (μεταβατικό) σημαίνω, έχω σα συνέπεια, συνήθως δυσάρεστη
      That would spell catastrophe for you.
    Αυτό θα σήμαινε καταστροφή για σένα.
      This defeat spelled the end of his hopes of winning again.
    Αυτή η ήττα σήμανε το τέλος των ελπίδων του να κερδίσει ξανά.
  5. δουλεύω αντικαθιστώντας κάποιον για να ξεκουραστεί

Παράγωγα

[επεξεργασία]