spell
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
spell (en)
- το ξόρκι, τα μάγια
- μαγική επιρροή
- χρονικό διάστημα (που δεν προσδιορίζεται επακριβώς)
- χρονικό διάστημα ανάπαυσης
- βάρδια
Ρήμα[επεξεργασία]
spell (en)
- γράφω ή λέω τα γράμματα που αποτελούν μια λέξη
- (για γράμματα) αποτελώ μια λέξη
- προμηνύω
- spell out: εξηγώ λεπτομερώς
- δουλεύω αντικαθιστώντας κάποιον
- βάζω κάποιον να ξεκουραστεί
- they spelled the horses