spell out
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | spell out |
γ΄ ενικό ενεστώτα | spells out |
αόριστος | spelled out, spelt out |
παθητική μετοχή | spelled out, spelt out (ΗΒ) |
ενεργητική μετοχή | spelling out |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]spell out (en) (μεταβατικό)
- εξηγώ λεπτομερώς ή καθαρά
- ⮡ You know what I mean—I'm sure I don't need to spell it out.
- Ξέρεις τι εννοώ—είμαι σίγουρος ότι δεν χρειάζεται να το εξηγήσω λεπτομερώς.
- ⮡ Let me spell out why we need more money.
- Άσε με να εξηγήσω καθαρά γιατί χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα.
- ⮡ She spelled out precisely what she wanted.
- Εξήγησε με ακρίβεια τι ήθελε.
- ⮡ His speech spelled out a clear message to the car industry.
- Η ομιλία του έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στη βιομηχανία αυτοκινήτων.
- ⮡ You know what I mean—I'm sure I don't need to spell it out.
- (μεταβατικό) ορθογραφώ, γράφω τα γράμματα μιας λέξης με τη σωστή σειρά· συλλαβίζω, λέω τα γράμματα μιας λέξης με τη σωστή σειρά