Μετάβαση στο περιεχόμενο

spell out

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας spell out
γ΄ ενικό ενεστώτα spells out
αόριστος spelled out, spelt out
παθητική μετοχή spelled out, spelt out (ΗΒ)
ενεργητική μετοχή spelling out

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spell out <  δείτε τις λέξεις spell και out

spell out (en) (μεταβατικό)

  1. εξηγώ λεπτομερώς ή καθαρά
      You know what I mean—I'm sure I don't need to spell it out.
    Ξέρεις τι εννοώ—είμαι σίγουρος ότι δεν χρειάζεται να το εξηγήσω λεπτομερώς.
      Let me spell out why we need more money.
    Άσε με να εξηγήσω καθαρά γιατί χρειαζόμαστε περισσότερα χρήματα.
      She spelled out precisely what she wanted.
    Εξήγησε με ακρίβεια τι ήθελε.
      His speech spelled out a clear message to the car industry.
    Η ομιλία του έστειλε ένα ξεκάθαρο μήνυμα στη βιομηχανία αυτοκινήτων.
  2. (μεταβατικό) ορθογραφώ, γράφω τα γράμματα μιας λέξης με τη σωστή σειρά· συλλαβίζω, λέω τα γράμματα μιας λέξης με τη σωστή σειρά
      The teacher taught us how to spell out difficult words.
    Η δασκάλα μάς έμαθε πώς να ορθογραφούμε δύσκολες λέξεις.
      Can you spell your name out for me again?
    Μπορείς να μου συλλαβίσεις πάλι το όνομά σου;
     συνώνυμα: spell