Μετάβαση στο περιεχόμενο

spend

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας spend
γ΄ ενικό ενεστώτα spends
αόριστος spent
παθητική μετοχή spent
ενεργητική μετοχή spending
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

spend (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ξοδεύω, δίνω χρήματα για να πληρώσω αγαθά, υπηρεσίες κτλ.
    παράδειγμα  She spends a lot on clothes/trips/luxuries.
    Ξοδεύει πολλά για ρούχα/ταξίδια/λούσα.
    παράδειγμα  They spent all their capital on equipment.
    Ξόδεψαν όλο τους το κεφάλαιο για μηχανήματα.
  2. (μεταβατικό) περνάω την ώρα μου, βγάζω, ξοδεύω, χρησιμοποιώ τον χρόνο για συγκεκριμένο σκοπό
    παράδειγμα  I spent the evening reading.
    Πέρασα το βράδυ διαβάζοντας.
    παράδειγμα  We spent the afternoon lying on the sand.
    Περάσαμε το απόγευμα ξαπλωμένοι στην αμμουδιά.
    παράδειγμα  How do you spend your evenings?
    Πώς τη βγάζεις τα βράδια;
    παράδειγμα  I am spending time and energy.
    Ξοδεύω χρόνο και προσπάθεια.
    παράδειγμα  He spent his life teaching.
    Ξόδεψε τη ζωή του στη διδασκαλία.
  3. (μεταβατικό) ξοδεύω, χρησιμοποιώ κάτι ειδικά μέχρι να έχει χρησιμοποιηθεί όλο
    παράδειγμα  They spent all their ammunition.
    Ξόδεψαν όλα τους τα πυρομαχικά.
     συνώνυμα: use up

Συνώνυμα

[επεξεργασία]