sphendone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. β' ορισμού. sarri.greek (συζήτηση) 23:49, 23 Ιουλίου 2019 (UTC).


Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

sphendone (en)

  1. {ιστορικό) το αρχαίο ελληνικό γυναικείο περιμετώπιο, η γυναικεία περιμετωπίδα → δείτε τη λέξη σφενδόνη
  2. (ιστορικό) ημικυκλική/τοξοειδής/σε σχήμα U κατασκευή ή τμήμα κατασκευής (πχ σταδίου)