spia
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈspia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : spì‐a
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spia (it) θηλυκό (πληθυντικός: spie)
- κατάσκοπος, καταδότης (ιδίως κατά τη διάρκεια πολέμου)
- (τεχνολογία) συσκευή ή εξάρτημα φωτεινής σηματοδότησης ενός εξοπλισμού, μιας συσκευής, ενός μηχανήματος κ.λπ.
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- spia : ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]spia
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του spiare
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του spiare
Τοκ πίσιν (tpi)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spia (tpi)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γοτθικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Τεχνολογία (ιταλικά)
- Ρηματικοί τύποι (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (τοκ πίσιν)
- Γλώσσα τοκ πίσιν
- Ουσιαστικά (τοκ πίσιν)