spia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈspia/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : spì‐a
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]- spia < προέλευσης από τη γοτθική *𐍃𐍀𐌰𐌹𐌷𐌰 (*spaiha) ή από συγγενική φραγκική λέξη (απ' όπου και το ρήμα spiare) < πρωτογερμανική *spehōną (βλέπω, κοιτάζω). Συγγενή: αγγλικά spy, γαλλικά épie (παρωχημένο), γερμανικά spähen, ισπανικά espía.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spia (it) θηλυκό (πληθυντικός: spie)
- κατάσκοπος, καταδότης (ιδίως κατά τη διάρκεια πολέμου)
- (τεχνολογία) συσκευή ή εξάρτημα φωτεινής σηματοδότησης ενός εξοπλισμού, μιας συσκευής, ενός μηχανήματος κ.λπ.
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- spia : ρηματικός τύπος
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]spia
- γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής ενεργητικού ενεστώτα του spiare
- β΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού ενεστώτα του spiare
Τοκ πίσιν (tpi)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]spia (tpi)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γοτθικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα φραγκικά (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Τεχνολογία (ιταλικά)
- Ρηματικοί τύποι (ιταλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (τοκ πίσιν)
- Γλώσσα τοκ πίσιν
- Ουσιαστικά (τοκ πίσιν)