Μετάβαση στο περιεχόμενο

spinac-

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spinac- < αγγλική spinach, πολωνική szpinak

spinac- (eo)

  • ρίζα λέξεων που σχετίζονται με την έννοια: σπανάκι

Παράγωγα

[επεξεργασία]